ταμία

ταμία
ταμίᾱ , τάμιας
one who carves and distributes
masc nom/voc/acc dual
τάμιας
one who carves and distributes
masc voc sg
ταμίᾱ , τάμιας
one who carves and distributes
masc voc sg (attic)
ταμίᾱ , τάμιας
one who carves and distributes
masc gen sg (doric aeolic)
τάμιας
one who carves and distributes
masc nom sg (epic)
ταμίᾱ , ταμία
housekeeper
fem nom/voc/acc dual
ταμίᾱ , ταμία
housekeeper
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ταμίᾱ , ταμίας
masc nom/voc/acc dual
ταμίας
masc voc sg
ταμίᾱ , ταμίας
masc voc sg (attic)
ταμίᾱ , ταμίας
masc gen sg (doric aeolic)
ταμίας
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταμίᾳ — ταμίαι , τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμίαι , ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμία — και επικ. και ιων. τ. ταμίη, ἡ, Α γυναίκα που έχει την οικονομική διαχείριση τού σπιτιού, η οικονόμος τού σπιτιού («γυνὴ ταμίη..., ἣ πάντ ἐφύλασσε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταμίας] …   Dictionary of Greek

  • ταμίας — ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc acc pl ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc nom sg (attic epic doric aeolic) ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem acc pl ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem gen sg (attic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίαν — ταμίᾱν , τάμιας one who carves and distributes masc acc sg (attic epic doric aeolic) τάμιας one who carves and distributes masc acc sg ταμίᾱν , ταμία housekeeper fem acc sg (attic doric aeolic) ταμίᾱν , ταμίας masc acc sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

  • ταμίαι — τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic) ταμίας masc nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμικός — ή, όν, Α [ταμίας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμικόν το γραφείο τού ταμία 3. φρ. «ὁ πόρος ὁ ταμικός» το χρηματικό κεφάλαιο τού ταμία …   Dictionary of Greek

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”